θαλασσοπορία

θαλασσοπορία
η (Α θαλασσοπορία)
η πορεία διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσοπόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θαλασσοπορία — η μεγάλο ταξίδι στη θάλασσα για εξερευνητικούς ή για εμπορικούς λόγους: Η εφεύρεση της πυξίδας στα νεότερα χρόνια επέτρεψε την πραγματοποίηση μεγάλων θαλασσοποριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλουδοκώ — έω, Α αναμένω ούριο, ευνοϊκό άνεμο για θαλασσοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦς + δοκῶ (< δόκος < δέχομαι), πρβλ. ξενο δοκώ] …   Dictionary of Greek

  • ποντοπορία — η, ΝΑ [ποντοπόρος] ο πλους διά θαλάσσης, θαλασσοπορία …   Dictionary of Greek

  • ωκεανοπλοΐα — η 1. το μέρος της ναυτικής επιστήμης που πραγματεύεται τις μεθόδους που εφαρμόζονται στα ταξίδια στους ωκεανούς. 2. θαλασσοπορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”